- πιτσιρίκος
- ο(ίσως λ. ιταλ.), θηλ. πιτσιρίκα το μικρό και ζωηρό παιδάκι: Οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς σήκωσαν τον κόσμο με τις φωνές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιτσιρίκος — ο, θηλ. πιτσιρίκα Ν (με θωπευτική σημ.) παιδί μικρής ηλικίας και ζωηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ. διαλ. piccirido κατά τα ονόματα σε ικος] … Dictionary of Greek
πιτσιρικάς — ο, Ν ο πιτσιρίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιτσιρίκος + κατάλ. άς (πρβλ. παληκαρ άς)] … Dictionary of Greek
πιτσιρικάκι — το, Ν υποκορ. τού πιτσιρίκος … Dictionary of Greek
χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] … Dictionary of Greek
Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… … Dictionary of Greek